αποκούμπι

αποκούμπι
το
στήριγμα, καταφύγιο: Εκτός από τα παιδιά του άλλο αποκούμπι στον κόσμο δεν είχε.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αποκούμπι — κ. ανακούμπι, το 1. το μέρος ή το σημείο όπου μπορεί κανείς ν ακουμπήσει, να στηριχθεί 2. (για πρόσωπα) καταφύγιο, προστασία 3. (για κτήμα, χρήματα κ.λπ.) ενίσχυση, εξασφάλιση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αποκουμπώ, υποχωρητικά κατά το σχήμα κυνηγώ κυνήγι] …   Dictionary of Greek

  • ανακούμπι — το το αποκούμπι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρ. αν ακουμπώ (υποχωρητ.), κατά το σχήμα κυνηγώ κυνήγι (πρβλ. αποκούμπι απ ακουμπώ)] …   Dictionary of Greek

  • έρεισμα — το (AM ἔρεισμα) [ερείδω] 1. υποστήριγμα, ακουμπιστήρι, αποκούμπι 2. μτφ. α) αυτό στο οποίο βασίζεται κάποιος («Ἑλλάδος ἔρεισμα, κλειναὶ Ἀθᾱναι») β) (για ανθρώπους) αυτός ο οποίος παρέχει εγγυήσεις ασφαλείας, το στήριγμα, ο στύλος, ο προστάτης… …   Dictionary of Greek

  • ακούμπημα — και ακούμπισμα, το [ακουμπώ] 1. η στήριξη σε σταθερό σημείο 2. η ενέργεια τής στήριξης 3. το μερος όπου στηρίζεται κάτι 4. το αποκούμπι*, η υποστήριξη 5. το ενέχυρο και η ενεχυρίαση …   Dictionary of Greek

  • αναπαή — και ανεπαή και αναπά, η 1. ανάπαυση, ξεκούραση 2. ηρεμία, ησυχία 3. στήριγμα, αποκούμπι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανεπάην, αόρ. τού αναπαύομαι (πρβλ. έλαβα λαβή, έφυγα φυγή)] …   Dictionary of Greek

  • μονοκουμπάρης — μονοκουμπάρης, ὁ (Μ) αυτός που περπατά γέρνοντας από το ένα μέρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < *μονοκούμπι (πρβλ. αποκούμπι) + κατάλ. άρης] …   Dictionary of Greek

  • ακουμπώ — και ακουμπίζω ησα, ημένος και ισμένος, ως μτβ. 1. εγγίζω: Μόλις ακούμπησα το βάζο έπεσε κι έσπασε. 2. στηρίζω κάτι κάπου: Ακούμπησε τα βιβλία στο τραπέζι. 3. μτφ., καταθέτω χρήματα στην τράπεζα: Τις οικονομίες του τις ακουμπά ταχτικά στην τράπεζα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακούμπημα — ακούμπημα, το και ακούμπισμα, το, ατος 1. το πρόσωπο ή το πράγμα στο οποίο στηρίζεται κάποιος, το αποκούμπι: Έχει ακούμπισμα τα κτήματά του. 2. οι καταθέσεις που έχει κάποιος στην τράπεζα: Έχει στις τράπεζες γερά ακουμπήματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”